λειτουργικόν

λειτουργικόν
λειτουργικός
of
masc acc sg
λειτουργικός
of
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λειτουργικό(ν) — το (AM λειτουργικόν) βλ. λειτουργικός …   Dictionary of Greek

  • λειτουργικός — ή, ό(ν) (AM λειτουργικός, ή, όν, Α και λειτουργιακός, ή, όν) [λειτουργός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Θεία Λειτουργία ή χρησιμοποιείται κατά τις τελετές τής λατρείας («τα λειτουργικά σκεύη») 2. το θηλ. ως ουσ. η λειτουργική το μάθημα ή ο …   Dictionary of Greek

  • συλλειτουργικό(ν) — το, Ν μικρό λειτουργικό βιβλίο που περιέχει το σταθερό τμήμα τής θείας Λειτουργίας το οποίο ψάλλεται από τους πιστούς ή από τον χορό τών ψαλτών, δηλ. τις αποκρίσεις τού χορού ή τού λαού στις εκφωνήσεις τού ιερέα ή τού διακόνου και τους ψαλμούς ή… …   Dictionary of Greek

  • Αλβανία — I Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Ν με την Ελλάδα, στα Α με την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΠΓΔΜ) και στα Β με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία, ενώ Δ βρέχεται από την Αδριατική θάλασσα.Τα… …   Dictionary of Greek

  • БАБАЙ ВЕЛИКИЙ — [Баввай; сир. ] (ок. 550 ок. 628), видный несторианский писатель и богослов, ставший известным при католикосах Иезекииле, Ишояве I, Савришо и Григории. Б. В. род. в сел. Бет Айната, в обл. Бет Забдай (Забдицена), монашество принял в мон ре на… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”